ναυπηγός

ναυπηγός
ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός)
(γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.)
νεοελλ.
(ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ασπιδο-πηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυπηγός — shipbuilder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγός — ο 1. ο επιστήμονας μελετητής κατασκευής πλοίων: Θέλει να σπουδάσει ναυπηγός. 2. ο τεχνικός στη ναυπήγηση των πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυπηγοί — ναυπηγός shipbuilder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγούς — ναυπηγός shipbuilder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγῷ — ναυπηγός shipbuilder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγόν — ναυπηγός shipbuilder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] …   Dictionary of Greek

  • αρχιναυπηγός — ο 1. ο επικεφαλής των ναυπηγών 2. βαθμός και θέση στο πολεμικό ναυτικό και στη βιομηχανία της ναυπηγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναυπηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός …   Dictionary of Greek

  • επιναυπηγός — ο [ναυπηγός] βαθμός αξιωματικού τού ναυπηγικού κλάδου αντίστοιχος τού πλωτάρχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”